κνύζω — (Α) 1. ξύνω 2. παράγω άναρθρο ήχο 3. (για σκύλους) γαυγίζω σιγανά με παράπονο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κνυζῶ (Ι) κατά τα βαρύτονα ρ.] … Dictionary of Greek
κνυζώ — (I) κνυζῶ, έω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) (για σκύλους) βγάζω σιγανή και παραπονιάρικη φωνή 2. μέσ. μτφ. κνυζοῡμαι, έομαι (για νήπια) κλαψουρίζω («έν ὕπνῳ κνυζεῡνται φωνεῡντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας. Τυχαία… … Dictionary of Greek
κνύζω — κνυζόω make dim pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κνυζόω make dim imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζηθμός — κνυζηθμός, ὁ (Α) 1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.) 2. μούγκρισμα θηρίου 3. κλαψούρισμα παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός] … Dictionary of Greek
κνυζός — κνυζός, ή, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. νεφελώδης, ομιχλώδης 2. τσιμπλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για υποχωρητ. παρ. τού κνυζώ (II)] … Dictionary of Greek
κνυζώμαι — κνυζῶμαι, άομαι (Α) (για σκύλο) βγάζω σιγανή φωνή από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κνυζῶ (Ι) κατά τα ρ. σε άομαι / ῶμαι] … Dictionary of Greek
κνύζημα — κνύζημα, τὸ (Α) [κνυζώ (Ι)] το κλαψούρισμα μικρού παιδιού … Dictionary of Greek