κνυζῶ

κνυζῶ
κνυζάομαι
whine
pres imperat mp 2nd sg
κνυζάομαι
whine
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
κνυζάομαι
whine
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
κνυζάομαι
whine
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
κνυζάομαι
whine
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
κνυζάομαι
whine
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
κνυζός
cloudy
masc/neut gen sg (doric aeolic)
κνυζόω
make dim
pres subj act 1st sg
κνυζόω
make dim
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κνύζω — (Α) 1. ξύνω 2. παράγω άναρθρο ήχο 3. (για σκύλους) γαυγίζω σιγανά με παράπονο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κνυζῶ (Ι) κατά τα βαρύτονα ρ.] …   Dictionary of Greek

  • κνυζώ — (I) κνυζῶ, έω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) (για σκύλους) βγάζω σιγανή και παραπονιάρικη φωνή 2. μέσ. μτφ. κνυζοῡμαι, έομαι (για νήπια) κλαψουρίζω («έν ὕπνῳ κνυζεῡνται φωνεῡντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας. Τυχαία… …   Dictionary of Greek

  • κνύζω — κνυζόω make dim pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κνυζόω make dim imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνυζηθμός — κνυζηθμός, ὁ (Α) 1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.) 2. μούγκρισμα θηρίου 3. κλαψούρισμα παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός] …   Dictionary of Greek

  • κνυζός — κνυζός, ή, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. νεφελώδης, ομιχλώδης 2. τσιμπλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για υποχωρητ. παρ. τού κνυζώ (II)] …   Dictionary of Greek

  • κνυζώμαι — κνυζῶμαι, άομαι (Α) (για σκύλο) βγάζω σιγανή φωνή από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κνυζῶ (Ι) κατά τα ρ. σε άομαι / ῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • κνύζημα — κνύζημα, τὸ (Α) [κνυζώ (Ι)] το κλαψούρισμα μικρού παιδιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”